κορτάκιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορτάκιας οι κορτάκηδες
      γενική του κορτάκια των κορτάκηδων
    αιτιατική τον κορτάκια τους κορτάκηδες
     κλητική κορτάκια κορτάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορτάκιας < κόρτ(ε) + -άκιας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορτάκιας αρσενικό (χρησιμοποιείται χλευαστικά)

  1. που αρέσκεται σε ερωτοτροπίες, φλερτ
  2. ερωτύλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]