κορύφωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορύφωμα < ελληνιστική κοινή κορύφωμα < κορυφόω < αρχαία ελληνική κορυφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορύφωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορυφώνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορύφωμα
|