κουρελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουρελής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρελής οι κουρελήδες
      γενική του κουρελή των κουρελήδων
    αιτιατική τον κουρελή τους κουρελήδες
     κλητική κουρελή κουρελήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρελής < κουρέλ(ι) + -ής [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ɾeˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρε‐λής
ομόηχο: Κουρελής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρελής (θηλυκό κουρελού)

  1. ντυμένος με κουρέλια
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) φτωχός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]