κουτσομπολίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσομπολίστικος < κουτσομπόλης + -ίστικος
Επίθετο[επεξεργασία]
κουτσομπολίστικος, -η, -ο
- που τον διακρίνει μια διάθεση για κουτσομπολιό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσομπολίστικος
|