κυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυρά | οι | κυρές & κυράδες |
γενική | της | κυράς | των | κυράδων |
αιτιατική | την | κυρά | τις | κυρές & κυράδες |
κλητική | κυρά | κυρές & κυράδες | ||
Ο πληθυντικός, συνήθως κυράδες. | ||||
Κατηγορία όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυρά < μεσαιωνική ελληνική κυρός + -ά ή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; >
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυρά θηλυκό (λαϊκότροπο) (αρσενικό κύρης)
- κυρία
- η κυρά της Καρύταινας, η κυρά της Ρώ (ιστορικά πρόσωπα)
- η οικοδέσποινα
- η σύζυγος
- ↪ Θα 'ρθεις με την κυρά σου;
- «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» είναι τίτλος θεατρικού έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μετάφραση του αγγικού The Merry Wives of Windsor
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κερά
- κυρα-, κερα- (προτακτικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
για τον πληθυντικό
- Κλίση «καρδιά» (Ο24) με πληθυντικό «κυρές» - κυρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κλίση με πληθυντικό μόνο το «κυράδες» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυρά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιαγιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)