λαγών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈɣon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐γών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λαγών αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαγών αἱ λαγόνες
      γενική τῆς λαγόνος τῶν λαγόνων
      δοτική τῇ λαγόν ταῖς λαγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λαγόν τὰς λαγόνᾰς
     κλητική ! λαγών λαγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγόνε
γεν-δοτ τοῖν  λαγόνοιν
Στον Ιπποκράτη, αρσενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαγών < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαγών, -όνος θηλυκό (αρσενικό στον Ιπποκράτη)

  1. (ανθρώπινο σώμα) η λαγόνα, το λαγόνι
  2. (ελληνιστική σημασία) οποιαδήποτε κοιλότητα

Πηγές[επεξεργασία]