λεβεντογενιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεβεντογενιά | οι | λεβεντογενιές |
γενική | της | λεβεντογενιάς | των | λεβεντογενιών |
αιτιατική | τη | λεβεντογενιά | τις | λεβεντογενιές |
κλητική | λεβεντογενιά | λεβεντογενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεβεντογενιά θηλυκό
- η γενιά λεβέντικων ανδρών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λεβεντάνθρωπος
- λεβέντης
- λεβεντιά
- λεβέντικα
- λεβέντικος
- λεβέντισσα
- λεβεντογέννα
- λεβεντογυναίκα
- λεβεντόκορμος
- λεβεντομάννα
- λεβεντονιός
- λεβεντόπαιδο
- λεβεντοπνίχτρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβεντογενιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λεβεντο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)