λιμνοδίαιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιμνοδίαιτος η λιμνοδίαιτη το λιμνοδίαιτο
      γενική του λιμνοδίαιτου της λιμνοδίαιτης του λιμνοδίαιτου
    αιτιατική τον λιμνοδίαιτο τη λιμνοδίαιτη το λιμνοδίαιτο
     κλητική λιμνοδίαιτε λιμνοδίαιτη λιμνοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιμνοδίαιτοι οι λιμνοδίαιτες τα λιμνοδίαιτα
      γενική των λιμνοδίαιτων των λιμνοδίαιτων των λιμνοδίαιτων
    αιτιατική τους λιμνοδίαιτους τις λιμνοδίαιτες τα λιμνοδίαιτα
     κλητική λιμνοδίαιτοι λιμνοδίαιτες λιμνοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμνοδίαιτος < λίμνη + -ο- + -δίαιτος

Επίθετο[επεξεργασία]

λιμνοδίαιτος, -η / -ος, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λιμνοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]