λουτράρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουτράρης < μεσαιωνική ελληνική λουτράρης < αρχαία ελληνική λουτρόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουτράρης αρσενικό (θηλυκό λουτράρισσα)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που εργάζεται σε δημόσια λουτρά ή είναι ιδιοκτήτης τέτοιας επιχείρησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λουτρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουτράρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)