μαστιχοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστιχοφόρος η μαστιχοφόρα το μαστιχοφόρο
      γενική του μαστιχοφόρου της μαστιχοφόρας του μαστιχοφόρου
    αιτιατική τον μαστιχοφόρο τη μαστιχοφόρα το μαστιχοφόρο
     κλητική μαστιχοφόρε μαστιχοφόρα μαστιχοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστιχοφόροι οι μαστιχοφόρες τα μαστιχοφόρα
      γενική των μαστιχοφόρων των μαστιχοφόρων των μαστιχοφόρων
    αιτιατική τους μαστιχοφόρους τις μαστιχοφόρες τα μαστιχοφόρα
     κλητική μαστιχοφόροι μαστιχοφόρες μαστιχοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστιχοφόρος < μαστίχ(η) + -ο- + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

μαστιχοφόρος, ος, ο

  1. αυτός που φέρει ήδη μαστίχα ή εκείνος που μπορεί να την παράγει
    μαστιχοφόρος σχίνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]