ματαιοδοξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματαιοδοξία οι ματαιοδοξίες
      γενική της ματαιοδοξίας των ματαιοδοξιών
    αιτιατική τη ματαιοδοξία τις ματαιοδοξίες
     κλητική ματαιοδοξία ματαιοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ματαιοδοξία < ματαιόδοξος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vaine gloire[1])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ματαιοδοξία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]