μενσεβικικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μενσεβικικός < μενσεβίκος
Επίθετο[επεξεργασία]
μενσεβικικός, -ή, -ό
- που αφορά τους μενσεβίκους
μενσεβικικός, -ή, -ό