μεταξόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταξόνιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεταξόνιον. Μορφολογικά αναλύεται σε μετ- + άξον(ας) + -ιο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.taˈkso.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξό‐νι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταξόνιο ουδέτερο
- (μηχανική) η απόσταση μεταξύ των αξόνων· η απόσταση μεταξύ των κέντρων του μπροστινού και του πίσω τροχού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταξόνιο
{μτφ-τέλος}} Πηγές[επεξεργασία]
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)