μηχανηματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηχανηματάκι | τα | μηχανηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μηχανηματάκι | τα | μηχανηματάκια |
κλητική | μηχανηματάκι | μηχανηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανηματάκι < μηχάνημα, μηχανηματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανηματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μηχάνημα, μικρό σε μέγεθος (ή και σε δυνατότητες) μηχάνημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανηματάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)