μιτάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μιτάρι | τα | μιτάρια |
γενική | του | μιταριού | των | μιταριών |
αιτιατική | το | μιτάρι | τα | μιτάρια |
κλητική | μιτάρι | μιτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιτάρι < ελληνιστική κοινή μιτάριον < αρχαία ελληνική μίτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιτάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα του στημονιού, για να περνάει η σαΐτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιτάρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)