μονογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονογένεση | οι | μονογενέσεις |
γενική | της | μονογένεσης* | των | μονογενέσεων |
αιτιατική | τη | μονογένεση | τις | μονογενέσεις |
κλητική | μονογένεση | μονογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monogenesis < αρχαία ελληνική μόνος + γένεσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονογένεση θηλυκό
- (βιολογία, ανθρωπολογία) θεωρία που υποστηρίζει ότι οι διαφορετικές φυλές ή φυλογενετικές ομάδες των ανθρώπων προέρχονται από μία κοινή προέλευση
- (βιολογία) άλλη μορφή του μονογονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιολογία, ανθρωπολογία
μονογονία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ανθρωπολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)