μονοθάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοθάλαμος, -η, -ο
- που αποτελείται από έναν θάλαμο
- Στον μακεδονικό τάφο της Καρίτσας, κοντά στο Δίον, το δάπεδο του μονοθαλάμου τάφου είναι στρωμένο με ψηφιδωτό από κιτρινόφαια βότσαλα. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοθάλαμος
|