μονοκαλλιέργεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοκαλλιέργεια οι μονοκαλλιέργειες
      γενική της μονοκαλλιέργειας των μονοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη μονοκαλλιέργεια τις μονοκαλλιέργειες
     κλητική μονοκαλλιέργεια μονοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονοκαλλιέργεια < μονο- + -καλλιέργεια μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monoculture

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοκαλλιέργεια θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]