μυθοπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυθοπλαστικός < μυθοπλάστης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μυθοπλαστικός -ή -ό
- που έχει σχέση με την μυθοπλασία
- …σημάδεψε καταλυτικά την ανανέωση εκ βάθρων της μυθοπλαστικής αφήγησης στον ευρωπαϊκό χώρο… (Καθημερινή, Σελίν, μια μυθοπλαστική μεγαλοφυΐα, 1 Απριλίου 2008)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μυθοπλασία, μύθος και πλάθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυθοπλαστικός