νομογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nomograph / nomogram < αρχαία ελληνική νόμος + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομογράφημα ουδέτερο
- (σπάνιο, μαθηματικά) γραφική μέθοδος υπολογισμού μαθηματικών σχέσεων και συναρτήσεων με τη χρήση γραφικών διαγραμμάτων και χωρίς τη χρήση αριθμητικών πινάκων ή τύπων, που επινοήθηκε από τον Philbert Maurice d'Ocagne
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Nomogram στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Philbert Maurice d'Ocagne στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)