νοτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νοτισμός | οι | νοτισμοί |
γενική | του | νοτισμού | των | νοτισμών |
αιτιατική | τον | νοτισμό | τους | νοτισμούς |
κλητική | νοτισμέ | νοτισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοτισμός < ελληνιστική κοινή νοτισμός < αρχαία ελληνική νότιος < νότος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοτισμός αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του νότισμα, υγρασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)