ντετερμινιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντετερμινιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ντετερμινιστικός
- αιτιοκρατικός, ο αναφερόμενος στον ντετερμινισμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντετερμινιστικός
|