αιτιοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιτιοκρατικός < αιτιοκρατία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αιτιοκρατικός, -ή, -ό
- σχετικός ή σύμφωνος με τη φιλοσοφική αντίληψη της αιτιοκρατίας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιτιοκρατικός