ξαρμάτωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαρμάτωτος < ξαρματώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ξαρμάτωτος
- ο αφοπλισμένος, που του έχουν αφαιρεθεί τα όπλα δια της βίας
- o άοπλος, που δεν φέρει όπλα τη συγκεκριμένη στιγμή
- Μα στο τέλος, το σπαθί του έσπασε στο χέρι του, και σαν τον είδαν ξαρμάτωτο, με άγριους αλαλαγμούς έπεσαν απάνω του και ζωντανό τον άρπαξαν. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)