αφοπλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφοπλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αφοπλισμένος
- άτομο ή μηχάνημα από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο οπλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφοπλισμένος
|