ξεπεσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπεσμένος η ξεπεσμένη το ξεπεσμένο
      γενική του ξεπεσμένου της ξεπεσμένης του ξεπεσμένου
    αιτιατική τον ξεπεσμένο την ξεπεσμένη το ξεπεσμένο
     κλητική ξεπεσμένε ξεπεσμένη ξεπεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπεσμένοι οι ξεπεσμένες τα ξεπεσμένα
      γενική των ξεπεσμένων των ξεπεσμένων των ξεπεσμένων
    αιτιατική τους ξεπεσμένους τις ξεπεσμένες τα ξεπεσμένα
     κλητική ξεπεσμένοι ξεπεσμένες ξεπεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπεσμένος < ξεπέφτω < ἐξέπεσα < ἐκπίπτω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεπεσμένος

  • εκείνος που βρίσκεται σε φάση παρακμής, που έχει χάσει το κύρος του
  • ...γιατί παρά να μαλάζη νεκροκρέββατα και κουφάρια θα προτιμούσε κι' ο πιό ξεπεσμένος Συριανός να μαζεύη καβαλίνα (Εμμ. Ροϊδης, Συριανά Διγήματα)
  • Κάποτε, οι φωνές των παιδιών μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αγωνιστική φόρτιση από τα βραχνά κηρύγματα των ξεπεσμένων και ξεπερασμένων ρητόρων…" (συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη στην εφημερίδα "Τα Νέα")

Μεταφράσεις[επεξεργασία]