οινόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οινόφιλος, -η, -ο
- που του αρέσει το κρασί
- Βέβαια, ο κάθε γνήσιος οινόφιλος, θα σας πει πως αν δεν αντέχεις να το πιεις, μην το ανοίξεις καθόλου. (*)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινόφιλος αρσενικό (θηλυκό: οινόφιλη)
- αυτός που του αρέσει το κρασί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
επίθετο