ολοστόλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοστόλιστος < μεσαιωνική ελληνική ολοστόλιστος < ολο- + στολίζ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ολοστόλιστος, -η, -ο
- που είναι εξολοκλήρου στολισμένος, γεμάτος στολίδια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοστόλιστος
|