οπλοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλοστάσιο ουδέτερο
- το εργοστάσιο κατασκευής, επισκευής και συντήρησης όπλων
- το σύνολο των όπλων που έχει κάποιος στη διάθεσή του
- Το αμερικανικό οπλοστάσιο των βαλλιστικών πυραύλων και των ενεργών πυρηνικών κεφαλών ξεπερνά το αντίστοιχο της Ρωσίας (από άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2 Ιουνίου 2011)
- (μεταφορικά)
- Τις διαφοροποιήσεις αυτές των μελετητών ο Dray τις συνοψίζει, κάπως σχηματικά είναι η αλήθεια, μεταξύ δύο πόλων: του θετικισμού και του ιδεαλισμού ή, αργότερα, του αντικειμενισμού και του σχετικισμού. Κάθε πόλος παρουσιάζει τις δικές του κλίμακες γενίκευσης και απόκλισης και το δικό του οπλοστάσιο επιχειρημάτων που εμφανίζονται διαδοχικά. (από άρθρο στο ένθετο "Βιβλιοθηκη" της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15 Φεβρουαρίου 2008)