παραγγελιοδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγγελιοδόχος < παραγγελί(α) + -ο- + -δόχος ( < δέχομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγγελιοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άτομο που παίρνει μια παραγγελία και προσπαθεί να την διεκπεραιώσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγγελιοδόχος