παρουσιαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρουσιαστικό < παρουσιάζω + -τικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρουσιαστικό ουδέτερο
- η εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου σαν σύνολο και ειδικότερα του προσώπου του
- (ειδικότερα) η φυσιογνωμία