περιπολικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιπολικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περιπολικός < περίπολος + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.po.liˈko/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιπολικό ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη περίπολος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιπολικό
|