περισκωληκοειδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περισκωληκοειδικός < περι- + σκωληκοειδής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
περισκωληκοειδικός, -ική, -ικό
- (ιατρική) που εντοπίζεται στα πέριξ της σκωληκοειδούς απόφυσης
- περισκωληκοειδική φλεγμονή, περισκωληκοειδικό απόστημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περισκωληκοειδικός
|