πιστούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστούχος < πίστ(η) ή πίστ(ωση) + -ούχος· μαρτυρείται από το 1889 από τον Κωνσταντίνο Α. Κυπριάδη[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
πιστούχος, -ος/-α, -ο
- που έχει λάβει ή λαμβάνει πίστωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστούχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.