πλατύχωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατύχωρος η πλατύχωρη το πλατύχωρο
      γενική του πλατύχωρου της πλατύχωρης του πλατύχωρου
    αιτιατική τον πλατύχωρο την πλατύχωρη το πλατύχωρο
     κλητική πλατύχωρε πλατύχωρη πλατύχωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατύχωροι οι πλατύχωρες τα πλατύχωρα
      γενική των πλατύχωρων των πλατύχωρων των πλατύχωρων
    αιτιατική τους πλατύχωρους τις πλατύχωρες τα πλατύχωρα
     κλητική πλατύχωροι πλατύχωρες πλατύχωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατύχωρος < πλατύ- / πλατύς + -χώρος / χώρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πλατύχωρος, -η, -ο

  • του οποίου ο χώρος είναι πλατύς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]