πλατύχωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατύχωρος, -η, -ο
- του οποίου ο χώρος είναι πλατύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατύχωρος
|
πλατύχωρος, -η, -ο
|