πλυστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πλυστικά
      γενική των πλυστικών
    αιτιατική τα πλυστικά
     κλητική πλυστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πλυστικά < πλύση, πλύσιμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλυστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πλυστικά : κλιτικοί τύποι

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πλυστικά ουδέτερο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πλυστικά ουδέτερο


Πηγές[επεξεργασία]