ποδηγέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδηγέτης οι ποδηγέτες
      γενική του ποδηγέτη των ποδηγετών
    αιτιατική τον ποδηγέτη τους ποδηγέτες
     κλητική ποδηγέτη ποδηγέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδηγέτης < ελληνιστική κοινή ποδηγέτης (οδηγός)[1] [2] < αρχαία ελληνική πούς + ἡγέτης < ἡγέομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδηγέτης αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. ποδηγέτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ποδηγέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.