πολύμοχθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύμοχθος, -η, -ο
- που πετυχαίνεται με πολύ μόχθο, που απαιτεί έντονη και μακρόχρονη προσπάθεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύμοχθος
|