πορτάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτάκι τα πορτάκια
      γενική
    αιτιατική το πορτάκι τα πορτάκια
     κλητική πορτάκι πορτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
2. ένα πορτάκι για μωρά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορτάκι < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορτάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του πόρτα
     συνώνυμα: πορτίτσα, πορτούλα
  2. προστατευτική πόρτα για μωρά, ώστε να μην απομακρύνονται από έναν συγκεκριμένο χώρο
  3. ειδική θύρα για κατοικίδια, ώστε να μπαίνουν στο σπίτι χωρίς τη βοήθεια ανθρώπων
     συνώνυμα: γατόπορτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]