πούλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πούλημα < αρχαία ελληνική πώλημα[1] [2] < πωλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πούλημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πουλώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πούλημα
|
- ↑ πούλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πώλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.