πούλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpu.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐λια
- ομόηχο: Πούλια
- τονικό παρώνυμο: πουλιά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πούλια | οι | πούλιες |
γενική | της | πούλιας | — | |
αιτιατική | την | πούλια | τις | πούλιες |
κλητική | πούλια | πούλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πούλια θηλυκό
- μεταλλικός δίσκος, μικρού μεγέθους, που συνήθως ράβεται σε γυναικεία φορέματα ή κεντήματα σαν στολίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πούλια: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πούλια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πούλι
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)