πραιτωρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραιτωρικός η πραιτωρική το πραιτωρικό
      γενική του πραιτωρικού της πραιτωρικής του πραιτωρικού
    αιτιατική τον πραιτωρικό την πραιτωρική το πραιτωρικό
     κλητική πραιτωρικέ πραιτωρική πραιτωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραιτωρικοί οι πραιτωρικές τα πραιτωρικά
      γενική των πραιτωρικών των πραιτωρικών των πραιτωρικών
    αιτιατική τους πραιτωρικούς τις πραιτωρικές τα πραιτωρικά
     κλητική πραιτωρικοί πραιτωρικές πραιτωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραιτωρικός < μεσαιωνική ελληνική πραιτωρικός[1] < ελληνιστική κοινή πραίτωρ < λατινική praetor

Επίθετο[επεξεργασία]

πραιτωρικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πραιτωρικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)