πριονόμυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριονόμυλος αρσενικό
- πριονιστήριο που κινείται με τη δύναμη του νερού, με υδραυλική ενέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πριονόμυλος
|