προγονή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρόγονοι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προγονή οι προγονές
      γενική της προγονής των προγονών
    αιτιατική την προγονή τις προγονές
     κλητική προγονή προγονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγονή < προγονός + < μεσαιωνική ελληνική προγονός[1] < αρχαία ελληνική πρόγονος < πρό + γίγνομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προγονή θηλυκό (αρσενικό προγονός)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. προγονός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)