προσποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσποίηση | οι | προσποιήσεις |
γενική | της | προσποίησης* | των | προσποιήσεων |
αιτιατική | την | προσποίηση | τις | προσποιήσεις |
κλητική | προσποίηση | προσποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσποίηση < (ελληνιστική κοινή) προσποίησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσποίηση θηλυκό
- υποκριτική και κρυψίνους συμπεριφορά
- επιτήδευση
- (αθλητισμός) προσπάθεια εξαπάτησης του αντιπάλου με συγκεκριμένες ενέργειες ή πρακτικές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προσποιούμαι, προς και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσποίηση