πρώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρῷρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρώρα οι πρώρες
      γενική της πρώρας των πρωρών
    αιτιατική την πρώρα τις πρώρες
     κλητική πρώρα πρώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῷρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρώ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρώρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]