πτυχωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτυχωτός | η | πτυχωτή | το | πτυχωτό |
γενική | του | πτυχωτού | της | πτυχωτής | του | πτυχωτού |
αιτιατική | τον | πτυχωτό | την | πτυχωτή | το | πτυχωτό |
κλητική | πτυχωτέ | πτυχωτή | πτυχωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτυχωτοί | οι | πτυχωτές | τα | πτυχωτά |
γενική | των | πτυχωτών | των | πτυχωτών | των | πτυχωτών |
αιτιατική | τους | πτυχωτούς | τις | πτυχωτές | τα | πτυχωτά |
κλητική | πτυχωτοί | πτυχωτές | πτυχωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτυχωτός
- που έχει πτυχές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτυχωτός
|