πυρετογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πυρετογόνος, -ος/-α, -ο
- που προκαλεί πυρετό
- ※ Σε πέντε πειραματόζωα έγινε ενδοπεριτοναϊκή χορήγηση στείρου μη πυρετογόνου φυσιολογικού ορού και χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου (Πειραματική μελέτη της απόπτωσης στους νεφρούς σε επίμυες με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), Θεοδώρα Μπινιάρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Επιστημών Υγείας, 2009 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυρετογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)