ρεβανσιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεβανσιστικός < ρεβανσιστ(ής) + -ικός [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ρεβανσιστικός
- που έχει σχέση με τον ρεβανσισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
- ※ Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα με εμφανή ρεβανσιστική διάθεση εμφανίσθηκαν διεθνείς παράγοντες που είχαν ρόλο στη διαχείριση του Σχεδίου Ανάν να συστήνουν την εκμετάλλευση της «ευκαιρίας» που προσφέρει η κρίση ώστε να λυθεί το Κυπριακό. (@ethnos.gr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ρεβανσισμός και ρεβάνς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεβανσιστικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρεβανσιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας