ρουτινιέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουτινιέρης οι ρουτινιέρηδες
      γενική του ρουτινιέρη των ρουτινιέρηδων
    αιτιατική τον ρουτινιέρη τους ρουτινιέρηδες
     κλητική ρουτινιέρη ρουτινιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουτινιέρης < ρουτίν(α) + -ιέρης [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐τι‐νιέ‐ρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουτινιέρης αρσενικό (θηλυκό ρουτινιέρισσα)

  1. (σπάνιο, για πρόσωπα) που ακολουθεί μια ρουτίνα, που δεν του αρέσουν οι αλλαγές
  2. (συνεκδοχικά) βαρετός, πληκτικός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]